- κατακοπή
- η (Α κατακοπή) [κατακόπτω]ο τεμαχισμός, το κομμάτιασμα («πρὸς κατακοπὴν ἱερεῑα», Θεόπομπ.)αρχ.το κλάδεμα («αἱ διακαθάρσεις τῶν δένδρων καὶ αἱ κατακοπαὶ ποιοῡσι πολυκαρπεῑν», Θεόφρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακοπή — cutting back fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακοπῇ — κατακόπτω cut down aor subj pass 3rd sg κατακοπή cutting back fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακοπαί — κατακοπή cutting back fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακοπῆς — κατακοπή cutting back fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακοπήν — κατακοπή cutting back fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποζυμώστρα — κ. μώτρα, η 1. αυτή που τέλειωσε το ζύμωμα και είναι συνήθως κατάκοπη 2. φρ. «έκατσε σαν την αποζυμώτρα» (για κάποιον που κάθεται κατάκοπος και αμίλητος) … Dictionary of Greek
κατακοπάς — κατακοπά̱ς , κατακοπή cutting back fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)